δίπρακτος

δίπρακτος
-η, -ο
θεατρικό έργο με δύο πράξεις: Το τοπικό θέατρο ανεβάζει ένα δίπρακτο έργο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δίπρακτος — και δίπραχτος, η, ο (για θεατρικό έργο) αυτός που έχει δύο πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”